- ένθειος
- (I)-ο [θείο(ν)]1. αυτός που περιέχει θείο2. χημ. «ένθειοι ενώσεις» — παλαιότερη ονομασία τών θειούχων χημικών ενώσεωνσήμερα ονομάζονται έτσι οι χημικές ενώσεις που ένα ή περισσότερα άτομα τού μορίου τους αντικαταστάθηκαν από ισοδύναμο αριθμό ατόμων θείου, χωρίς να μεταβληθεί η διάταξη τών υπόλοιπων ατόμων του.————————(II)ἔνθειος, -ον (Μ) [θείος]θεόπνευστος, γεμάτος από θεϊκή δύναμη ή έμπνευση.
Dictionary of Greek. 2013.